- Κίστιβερ
- Κίστιβερ, ὁ (Α)(στη Ρώμη) ένας από τους πέντε άνδρες που επαγρυπνούσαν κατά τις νυχτερινές ώρες για την τήρηση τής δημόσιας τάξης και ησυχίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού λατ. quinquevir cis Tiberim].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.